σπερμοφόρος

σπερμοφόρος
-ο / σπερμοφόρος, -ον, ΝΑ, θηλ. και -α Ν
νεοελλ.
σπερματοφόρος
αρχ.
1. αυτός που φέρει ή εγκλείει σπέρμα
2. (για φυτό) γεμάτος σπέρματα, γεμάτος σπόρους
3. φρ. «σπερμοφόρον πήρην» — σακούλι γεμάτο στάρι (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα + -φόρος (< φέρω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σπερμοφόρος — bearing seed. masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμοφόρον — σπερμοφόρος bearing seed. masc/fem acc sg σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερμοφόρα — σπερμοφόρος bearing seed. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπερματοφόρος — και σπερμοφόρος, α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. βιολ. αυτός που φέρει ή παράγει σπέρμα 2. το ουδ. ως ουσ. το σπερματοφόρο ζωολ. κέλυφος που περικλείει τα σπερματοζωάρια σε ορισμένα ασπόνδυλα και στους τρίτωνες 3. (το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ο… …   Dictionary of Greek

  • σπερμοφορώ — έω, Α [σπερμοφόρος] (για φυτό) φέρω σπέρμα, περιέχω σπόρο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”